Ήταν μόλις 12 χρονών. Λεγόταν Μαργαρίτα. Και ξημερώματα της 24ης Απριλίου, βρέθηκε άψυχη στην άσφαλτο στου Ρέντη, παρασυρμένη από ένα όχημα που οδηγούσε ένας 21χρονος με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το όνομά της ίσως μείνει στα ρεπορτάζ για λίγες ημέρες, αλλά η ιστορία της — η πραγματική της ιστορία — μας στοιχειώνει.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν, θολά και σκληρά. Άλλοι λένε πως η μικρή ζούσε μόνη της, κάτω από γέφυρα, καθαρίζοντας τζάμια για λίγα κέρματα. Άλλοι ισχυρίζονται πως έμενε σε σπίτι με τη μητέρα της και πήγε απλώς να ζητήσει λίγο νερό. Στην τελική, δεν έχει σημασία ποια “εκδοχή” είναι η σωστή. Η ουσία είναι μία: ένα παιδί σκοτώθηκε στον δρόμο, αβοήθητο, σε ώρα που έπρεπε να κοιμάται στο κρεβάτι του, προστατευμένο.
Η μικρή είχε ήδη χάσει μια αδερφή, τέσσερα χρόνια πριν. Σκοτώθηκε επίσης σε τροχαίο, στο Καματερό. Μια οικογένεια, σημαδεμένη από απώλειες, λάθη, και την απουσία εκείνων που έπρεπε να προστατεύουν.
Ο πατέρας στη φυλακή. Η μητέρα, όπως λένε συγγενείς, βρίσκεται σε “αφασία”, χαμένη στον πόνο. Οι μαρτυρίες συγγενών αποκαλύπτουν ένα οικογενειακό δράμα βαθύ, ένα πλέγμα παραμέλησης, κοινωνικής απομόνωσης και σιωπής.

Και ο οδηγός; Μόλις 21 ετών. Πίσω από το τιμόνι, με 200 χλμ/ώρα στη Θηβών. Κάποιοι λένε πως είχε μαλώσει με τη σύντροφό του, πως οδήγησε πάνω στο παιδί επίτηδες. Οι αρχές διερευνούν, αλλά ο πόνος δεν περιμένει επιβεβαιώσεις.
Η Μαργαρίτα δεν είναι «ένα ακόμα τροχαίο». Είναι σύμβολο ενός κοινωνικού ελλείμματος. Της αδιαφορίας, της ατιμωρησίας, του «δεν ήξερα», του «δεν είναι δική μου δουλειά». Είναι η κραυγή για όλα τα παιδιά που μεγαλώνουν στο περιθώριο, χωρίς φωνή, χωρίς ασφάλεια.
Η απώλειά της δεν πρέπει να περάσει έτσι. Δεν της αξίζει να ξεχαστεί.