30 αργύρια. Δύο λέξεις που έχουν μείνει χαραγμένες στη συλλογική μας μνήμη ως σύμβολο της απόλυτης προδοσίας. Κι όμως, πόσοι από εμάς γνωρίζουν τι ακριβώς ήταν αυτά τα “αργύρια”; Τι αξία είχαν τότε – και κυρίως – τι αξία θα είχαν σήμερα;
Στον όρθρο της Μεγάλης Πέμπτης, που ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης, η Εκκλησία μας υπενθυμίζει την τραγική μορφή του Ιούδα: του μαθητή που έγινε προδότης. Του φίλου που έγινε εχθρός. «Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος…» λέει ο υμνογράφος, και κάθε λέξη βαραίνει σαν πέτρα.
Ο Ιούδας, όπως μας λέει το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (κεφ. 27), παρέδωσε τον Ιησού στους αρχιερείς έναντι 30 αργυρίων. Μια συμφωνία με φρικτό τίμημα – όχι για τον ίδιο, αλλά για τη σωτηρία του κόσμου. Αργότερα μετανόησε, αλλά ήταν ήδη αργά. Πέταξε τα νομίσματα στο ναό και έβαλε τέλος στη ζωή του. Οι αρχιερείς, θεωρώντας τα «τίμημα αίματος», τα χρησιμοποίησαν για να αγοράσουν τον αγρό του κεραμέως, έναν τόπο για την ταφή των ξένων.
Τι ήταν όμως αυτά τα 30 αργύρια;
Οι ερευνητές συμφωνούν πως πιθανότατα πρόκειται για τυριανά σέκελ, νομίσματα της πόλης Τύρος του Λιβάνου, διαδεδομένα και αποδεκτά στην εποχή. Κάθε σέκελ είχε βάρος περίπου 16 γραμμάρια καθαρού αργύρου και άξιζε τότε περίπου όσο τέσσερις δραχμές.
Μετατρέποντας την “προδοσία” σε σημερινά χρήματα;
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις:
- Κάθε νόμισμα αξίζει σήμερα 400–500 δολάρια (βάσει της τιμής του ασημιού και της συλλεκτικής του αξίας)
- Άρα τα 30 αργύρια φτάνουν τα 12.000 – 15.000 ευρώ
Ναι, ο Ιούδας πούλησε τον Χριστό για ένα ποσό που σήμερα ίσως αγγίζει το κόστος ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου.
Αλλά μην ξεγελιόμαστε από την αριθμητική: δεν είναι η χρηματική αξία που σοκάρει, αλλά η ανταλλαγή. Ανταλλάσσει τον Διδάσκαλο, τον Μεσσία, για κάτι εφήμερο. Μια πράξη που μας θυμίζει – με ανατριχιαστικό τρόπο – πόσο εύκολα μπορεί να θολώσει η ανθρώπινη κρίση όταν μπαίνει στη μέση το προσωπικό όφελος, η ματαιοδοξία ή και ο φόβος.
Και σήμερα, πόσες φορές “πουλάμε” κι εμείς αξίες, ανθρώπους ή ακόμα και την πίστη μας για κάτι πρόσκαιρο;
Ο Ιούδας μπορεί να έλαβε 30 αργύρια. Αλλά εμείς, καμιά φορά, το κάνουμε… και για πολύ λιγότερα.