Το αρχαίο συγκρότημα του Saksaywaman, που δεσπόζει πάνω από την πόλη Κούσκο στο Περού, είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά και αινιγματικά μνημεία της ανθρωπότητας. Οι τεράστιοι πέτρινοι όγκοι που το απαρτίζουν, κάποιοι με βάρος που ξεπερνά τους 100 τόνους, είναι τοποθετημένοι με τέτοια ακρίβεια που ούτε ένα φύλλο χαρτιού δεν χωράει ανάμεσα στις ενώσεις τους. Αυτό το αρχιτεκτονικό κατόρθωμα έχει αφήσει άφωνους αρχαιολόγους και ερευνητές, γεννώντας ερωτήματα. Πώς κατάφεραν οι αρχαίοι Περουβιανοί να δουλέψουν τόσο τεράστιες πέτρες με τέτοια λεπτομέρεια; Μήπως είχαν στη διάθεσή τους γνώσεις ή τεχνικές που έχουμε χάσει με το πέρασμα του χρόνου;
Το Saksaywaman, που χτίστηκε από τον πολιτισμό των Ίνκας τον 15ο αιώνα, δεν είναι απλώς ένα φρούριο. Οι πέτρες του, κομμένες με γεωμετρική ακρίβεια και τοποθετημένες χωρίς κονίαμα, μοιάζουν σαν να ενώθηκαν με μαγικό τρόπο. Οι ειδικοί λένε ότι οι Ίνκας χρησιμοποιούσαν χάλκινα εργαλεία και σκληρή δουλειά για να τις σμιλέψουν, αλλά αυτό δεν εξηγεί πλήρως το πώς κατάφεραν να λειάνουν και να προσαρμόσουν τόσο βαριά υλικά. Κάποιοι ερευνητές έχουν παρατηρήσει ότι ορισμένες πέτρες δείχνουν σημάδια «υαλοποίησης» – σαν να έχουν λιώσει και να ξαναπήξει η επιφάνειά τους. Αυτό οδηγεί σε θεωρίες ότι οι αρχαίοι μπορεί να χρησιμοποιούσαν υψηλές θερμοκρασίες, ίσως με φωτιές ή ακόμα και με κάποιον άγνωστο τρόπο που δεν μπορούμε να φανταστούμε σήμερα.

Οι τοπικοί θρύλοι προσθέτουν ακόμα περισσότερο μυστήριο στην ιστορία. Λέγεται ότι οι Ίνκας είχαν στη διάθεσή τους ένα φυτικό υγρό, ίσως από κάποιο φυτό της περιοχής, που μπορούσε να μαλακώσει τις πέτρες σαν να ήταν πηλός. Σύμφωνα με αυτές τις διηγήσεις, οι οικοδόμοι έριχναν την ουσία πάνω στους βράχους, τους έδιναν σχήμα και μετά τους άφηναν να σκληρύνουν ξανά. Αν και δεν υπάρχουν επιστημονικές αποδείξεις για κάτι τέτοιο, η ιδέα αυτή έχει γοητεύσει όσους ψάχνουν απαντήσεις πέρα από τα συνηθισμένα. Μια άλλη θεωρία μιλά για προηγμένη τεχνολογία, ίσως κληρονομιά από παλαιότερους πολιτισμούς της περιοχής, που χάθηκε με τον καιρό.
Οι αρχαιολόγοι επιμένουν ότι η κατασκευή έγινε με χειρωνακτική εργασία και έξυπνες τεχνικές. Οι Ίνκας, γνωστοί για την οργάνωση και την εφευρετικότητά τους, πιθανότατα χρησιμοποιούσαν ράμπες, σχοινιά και χιλιάδες εργάτες για να μεταφέρουν και να τοποθετήσουν τις πέτρες. Όσο για την ακρίβεια, λένε ότι οι τεχνίτες δούλευαν με υπομονή, τρίβοντας τις πέτρες με μικρότερα εργαλεία μέχρι να ταιριάξουν τέλεια. Ωστόσο, η υαλοποιημένη όψη σε ορισμένες επιφάνειες παραμένει ανεξήγητη. Μήπως οι φωτιές που άναβαν για να σπάσουν τις πέτρες προκάλεσαν τέτοια αποτελέσματα; Ή μήπως υπάρχει κάτι ακόμα που δεν έχουμε καταλάβει;
Το Saksaywaman δεν είναι μόνο ένα μνημείο – είναι μια πρόκληση για τη φαντασία μας. Μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν οι αρχαίοι Περουβιανοί είχαν στη διάθεσή τους γνώσεις που ξεπερνούσαν αυτά που τους αποδίδουμε. Ίσως δεν έλιωναν πέτρες με φυτά ή φωτιές, αλλά η ικανότητά τους να χειρίζονται τέτοια υλικά δείχνει μια βαθιά κατανόηση της φύσης και της μηχανικής. Αυτό το μυστήριο μας ωθεί να κοιτάξουμε ξανά την ιστορία και να αναρωτηθούμε τι άλλο μπορεί να μας διαφεύγει για τους πολιτισμούς που έχτισαν τον κόσμο μας.
Την ίδια ώρα πάντως η παρακάτω φωτογραφία που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο δεν ειναι πραγματική, αφού οι τρεις “πτυχωμένες” πέτρες δεν είναι αυθεντικές πέτρες από το Περού. Είναι σύγχρονα γλυπτά που δημιουργήθηκαν από τον καλλιτέχνη José Manuel Castro López, έναν Ισπανό γλύπτη γνωστό για το έργο του που δίνει στις πέτρες την εμφάνιση μαλακού, εύκαμπτου υλικού.
